- βορεινός
- η , ό[ν] см. βόρειος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βορεινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινός — ή, ό (AM βορεινός, ή, όν) [Βορέας] ο βόρειος … Dictionary of Greek
βορεινόν — βορεινός masc acc sg βορεινός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορειναῖς — βορεινός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοτέροις — βορεινός masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοῖς — βορεινός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοί — βορεινός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινοῦ — βορεινός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινή — βορεινός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινήν — βορεινός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορεινῷ — βορεινός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)